- στραβολαιμιάζω
- Ν [στραβολαίμης]1. στραβώνω τον λαιμό κάποιου, τόν πιάνω και τού στρίβω τον αυχένα προς μία πλευρά2. γίνομαι στραβολαίμης από τη συχνή ή πολύωρη στροφή τού λαιμού προς την ίδια κατεύθυνση ή από ψύξη3. πάσχω από συγγενή δυσμορφία τού κεφαλιού και τού λαιμού.
Dictionary of Greek. 2013.