στραβολαιμιάζω

στραβολαιμιάζω
Ν [στραβολαίμης]
1. στραβώνω τον λαιμό κάποιου, τόν πιάνω και τού στρίβω τον αυχένα προς μία πλευρά
2. γίνομαι στραβολαίμης από τη συχνή ή πολύωρη στροφή τού λαιμού προς την ίδια κατεύθυνση ή από ψύξη
3. πάσχω από συγγενή δυσμορφία τού κεφαλιού και τού λαιμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στραβολαιμιάζω — στραβολαιμιάζω, στραβολαίμιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στραβολαιμιάζω — στραβολαίμιασα, στραβολαιμιάστηκα, στραβολαιμιασμένος 1. γίνομαι στραβολαίμης: Κρύωσα και στραβολαιμιάστηκα. 2. καταπονώ το λαιμό μου στρέφοντας το κεφάλι προς τα πλάγια: Στραβολαιμιάστηκα κοιτώντας το γραπτό του διπλανού μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος …   Dictionary of Greek

  • στραβολαίμιασμα — το, Ν [στραβολαιμιάζω] το στράβωμα τού λαιμού, η απόκλιση τού τραχήλου από την κανονική του θέση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”